- δοτῆρες
- δοτήρgivermasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοτήρ — και δωτήρ, ο (θηλ. δότειρα, η) (AM) ο χορηγός, αυτός που παρέχει κάτι («ὁ δοτὴρ τῆς ζωῆς», «δοτὴρ τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός ο θεός) αρχ. α) «ταμίαι... σίτοιο δοτῆρες» οικονόμοι που μοίραζαν ψωμί β) «ὀιστοὶ θανάτοιο δοτῆρες» βέλη που έφερναν… … Dictionary of Greek
КИР И ИОАНН — [греч. Κῦρος (ἀββᾶ Κῦρος, ᾿Αββακῦρος) κα ᾿Ιωάννης; лат. Cyrus (Abbacyrus) et Ioannes; араб. ; груз. კჳროსი და იოვანე, კვიროსი და იოანე] († 311), мученики бессребреники вместе с мученицами Феодотией (Феодотой), Феоктистой, Евдоксией и Афанасией… … Православная энциклопедия